υποβοηθός

υποβοηθός
[иповоитос] οοσ. а. помощник, ассистент,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υποβοηθός" в других словарях:

  • υποβοηθός — ο, η / ὑποβοηθός, ὁ, ΝΜ νεοελλ. 1. ο δεύτερος βοηθός, κυρίως σε διάφορες υπηρεσίες 2. σπαν. αυτός που συντελεί σε κάτι, υποβοηθητικός μσν. παραστάτης, υπηρέτης διαφόρων αξιωματούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + βοηθός] …   Dictionary of Greek

  • υποβοηθός — ο ο δεύτερος βοηθός μετά τον πρώτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποβοηθοί — ὑποβοηθός subadjuva masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβοηθόν — ὑποβοηθός subadjuva masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»